καταστοχαστής

καταστοχαστής
καταστοχ-αστής, οῦ, ,
A one who guesses, cj. for -στοχάσαι in Suid. s.v. προφητεία.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταστοχαστής — καταστοχαστής, ὁ (Α) [καταστοχάζω] αυτός που εικάζει, που συμπεραίνει κάτι …   Dictionary of Greek

  • καταστοχασταί — καταστοχαστής one who guesses masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστοχαστήν — καταστοχαστής one who guesses masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστοχαστικός — καταστοχαστικός, ή, όν (Α) [καταστοχαστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καταστοχασμό*, αυτός που προκύπτει από εικασία 2. ο ικανός στο να εικάζει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”